μ. Τυφῶνος PMag.Par.1.2221
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιλτάριον — μιλτάριον, τὸ (ΑΜ) [μίλτος] μσν. το ορυκτό μίλτος αρχ. υποκορ. τού μίλτος … Dictionary of Greek
μιλτάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)